του
πρεσβυτέρου
Μιχαήλ Παπαθεοχάρη
Για σαράντα ημέρες από του Πάσχα,
αναφωνούμε το Χριστός ανέστη. Το ψάλλουμε, στην αρχή αλλά και στο τέλος κάθε
ακολουθίας, πλημυρίζει με χαρά το στόμα μας, γιατί νοιώθουμε, ζούμε, πιστεύουμε
σε αυτή την ανάσταση του Χριστού μας, προσδοκώντας συνάμα και την δική μας
προσωπική ανάσταση κατά την Δευτέρα παρουσία.
Λέγοντας
το Χριστός Ανέστη επισφραγίζουμε και εμείς αυτό που έζησαν, αυτό που γεύτηκαν
εκείνο τον καιρό, οι απόστολοι, οι μυροφόροι γυναίκες αλλά και αυτός ο άπιστος
Θωμάς. Και εμείς αναφωνούμε Χριστός Ανέστη και ας μην ήμασταν παρόντες εκείνο
τον καιρό, και ας έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια μετά, αλλά έχουμε να
ομολογήσουμε ότι ο Χριστός μας, αυτός που έγινε άνθρωπος, εσταυρώθηκε και την
Τρίτη ημέρα αναστήθηκε. Και έρχεται τώρα και πάντοτε ο Χριστός μας να μας πει
τι; Ότι η Ανάστασή μου δεν ήταν κάτι προσωπικό αλλά έχει να κάνει με όλους τους
ανθρώπους, έχει να κάνει με την συμμετοχή στην εν γένει ζωή της εκκλησίας. Η
Ανάσταση προϋποθέτει την παρουσία μας στο ναό του Θεού. Είναι κάτι που το
λησμονούμε, ιδίως στην εποχή μας. Ανάσταση σημαίνει λειτουργία. Σημαίνει θεία
κοινωνία. Σημαίνει ότι δεν μένουμε μόνο στο υλικό γεγονός, αλλά ότι την
γευόμαστε και πνευματικά. Και η Ανάσταση συνεχίζεται σε κάθε θεία λειτουργία.
Ανάσταση είναι η αγάπη. Και
μάλιστα με ειρηνικό τρόπο. Αυτός που αποδέχεται την Ανάσταση αφήνει κατά μέρος
κάθε κακία. Συγχωρεί, ειρηνεύει στην καρδιά του και επιλέγει την οδό της
αγάπης. Είναι η παρουσία των Αγίων. Είναι η αίσθηση ότι ο κάθε χριστιανός είναι
ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα όλων όσων έχουν προηγηθεί και την ίδια στιγμή
μετά από αυτόν θα έρθουν άλλοι. Η Ανάσταση συνοδεύεται από τον αγώνα για
αγιότητα, για σχέση δηλαδή με το Χριστό και την ίδια στιγμή μεταφορά του
μηνύματος που ο Αναστημένος Χριστός φέρει στον κόσμο: ότι ο θάνατος πατήθηκε και τίποτε δεν μπορεί
να φανεί πιο ισχυρό από την Ανάστασή του. Γι’
αυτό όποιος ζει την αγάπη, ανταλλάσσει το φιλί από την καρδιά του,
αφήνει κατά μέρος κάθε εχθρότητα, γιατί νιώθει ότι δεν μπορεί μπροστά στο
Χριστό να έχει εχθρούς και την ίδια στιγμή βλέπει ότι ο Χριστός μας συγχώρεσε
όλους, τότε ζει την Ανάσταση αληθινά.
Τι λέμε στο απολυτίκιο της Αναστάσεως, «Θανάτω
θάνατον πατήσας», με το θάνατό Του επάνω στο Σταυρό ο Χριστός πάτησε τον θάνατο
όλων των ανθρώπων. Τον μεν σωματικό θα τον συντρίψει οριστικά με την Ανάσταση
των Σωμάτων μας στη Δευτέρα Παρουσία, οπότε και όλοι θα ξαναπάρουμε αυτήν την
ενότητα σώματος και ψυχής που σπάει την στιγμή του θανάτου, ενώ τον πνευματικό
θάνατο τον συντρίβει από αυτήν εδώ την ζωή, με την υπακοή στο θέλημα του Θεού
Πατέρα και την Αγάπη, που εκφράζεται για όσους πιστεύουν με την συμμετοχή μας
στη ζωή και στα μυστήρια της Εκκλησίας. Έτσι μας χαρίζεται η Ζωή.
Οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν
στην Ανάσταση είναι σαν να βρίσκονται στα μνήματα. Όποιος δεν αγαπά είναι σαν
νεκρός. Γι’ αυτό και χρειάζεται να
θυμόμαστε αυτούς τους τρόπους της Ανάστασης και να τους ζούμε: την ενότητα, την
συμμετοχή στη ζωή της Εκκλησίας και την πίστη ότι όλοι καλούμαστε να είμαστε
μαζί, την Θεία Κοινωνία, την αγάπη, την συμφιλίωση με τους εχθρούς μας, την
πίστη ότι ο θάνατος δεν μπορεί πλέον να μας βλάψει. Όλα αυτά χτίζουν ένα άλλο
τρόπο ζωής, ο οποίος μπορεί να μην φαίνεται ότι έχει δύναμη στον κόσμο, αλλά
λειτουργεί μυστικά, όπως ο σπόρος που θάβεται, για να βγει στάχυ, καινούριος
καρπός που θα θρέψει με το ψωμί τους ανθρώπους. Αυτό είναι και ο Χριστός.
Θάφτηκε και Αναστήθηκε. Το ίδιο κι εμείς, αν πιστεύομε σε Εκείνον.
Η Ανάσταση του Χριστού, αρχή μιας
νέας ζωής για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Αρχή μιας ζωής χωρίς εχθρότητες, αφού
η αγάπη αποκρούει όλα τα βέλη του πονηρού, αφού η αγάπη δεν αφήνει χώρο για
μικρότητες και μίση, γιατί τι κάνει, αφήνει πολύ χώρο για αγάπη, αφήνει χώρο
στην καρδιά να χωρέσει και ο άλλος, «συν-χωρεί». Αλλά δυστυχώς εμείς λέμε το
Χριστός ανέστη, αλλά την ίδια στιγμή λίγη κακία, λίγο μίσος και φθόνος περνάει
σαν κρύο αεράκι από τις καρδιές μας. Άραγε το λέμε το Χριστός ανέστη γιατί έτσι
πρέπει; Γιατί έτσι είναι η παράδοση, ή γιατί θέλουμε αυτή την χαρά της
αναστάσεως του Χριστού μας να την μεταφέρουμε και στην προσωπική μας ζωή. Γιατί
αυτό που ζούμε, αυτή την χαρά που αισθανόμαστε, αυτή την χαρά που βγαίνει από
το πρόσωπο μας, αυτή την χαρά που αισθανόμαστε και η οποία αντικατοπτρίζεται
στα μάτια μας καθώς το στόμα μας λέγει το «Χριστός ανέστη».
Ναι ο Χριστός μας Αναστήθηκε και
εμείς κάθε ημέρα αυτό προσδοκούμε. Να αλλάξει η ζωή μας. Να μας απαλλάξει από
τα δεινά, από τα ποικίλα βάρη της ζωής μας, να φύγουμε από τον Γολγοθά, από τον
σταυρό μας και να φτάσουμε στην Ανάσταση. Αυτός είναι ο σκοπός μας, να
αγιάσουμε την ζωή μας και ο Χριστός θα μας αγιάσει. Πόσες χιλιάδες και μυριάδες
αγίων κάθε ημέρα διαβάζουμε στα συναξάρια, και κάθε τόσο δόξα το Θεό
αυξάνονται, αγίων ανθρώπων που έζησαν την προσωπική τους ανάσταση. Ανθρώπων που
ακτινοβολούσαν και αυτοί το φως της αναστάσεως του Χριστού μας.
Αυτό προσπαθεί να κάνει πράξει
και η αγία μας εκκλησία. Να μας πει παιδιά μου ήρθατε εδώ σήμερα όχι για να
περάσει ο καιρός σας αλλά για να γευτείτε λίγη –λίγη ανάσταση από την ανάστασή
μου. Για να πάρετε λίγο φώς από το φώς μου, λίγη αγάπη από την Αγάπη μου. Εδώ
στην εκκλησία ένας και μόνο είναι ο σκοπός της προσελεύσεως μας, να γίνουμε
άγιοι, να παλέψουμε όμως για να γίνουμε άγιοι. Να πονέσουμε, ναι να πονέσουμε
γιατί για να αναβλύσει από μέσα μας το φως της αναστάσεως του Χριστού μας
πρέπει να αφήσουμε τον Χριστό να σκάψει βαθιά μέσα. Γιατί αυτό το φως βγαίνει
από την ταπείνωση! Αν δεν υπάρχει αυτό το χάρισμα ή αυτή η διάθεση για
ταπείνωση τότε μάταια κοπιάζουμε να ακτινοβολήσουμε το φως της Αναστάσεως.
Μάταια και κενά είναι τότε όλα, και οι νηστείες και οι γονυκλισίες, και ο
καθημερινός εκκλησιασμός. Πόσο θλιβερή
θα ήταν η ζωή μας χωρίς την πίστη και την ελπίδα της αναστάσεώς μας! Τί είναι ο
τάφος χωρίς την ελπίδα της αναστάσεως! Σκοτάδι. Απελπισία. Πίκρα. Απογοήτευση.
Τί δίνει η ανάσταση του Χριστού; Χαρά. Ελπίδα. Φως. Θάρρος. Ενθουσιασμό. Πόσο
δίκιο έχουν οι Πατέρες μας, που ύμνησαν τον αναστάντα Σωτήρα Χριστό με τα
λόγια: «Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι, τῷ προϊόντι Χριστῷ ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς νυμφίῳ.
Καί συνεορτάσωμεν ταῖς φιλεόρτοις τάξεσι Πάσχα Θεοῦ τὸ σωτήριον».
Τώρα είμαστε στον δρόμο. Βαδίζομε
για την αιώνια ζωή. Εδώ είμαστε ξένοι και πάροικοι. Εδώ είναι τόπος ετοιμασίας.
Πατρίδα μας είναι η άνω Ιερουσαλήμ, η Εκκλησία των πρωτοτόκων. Εδώ σπέρνομε.
Εδώ εργαζόμαστε εν ιδρώτι του προσώπου μας. Θλιβόμαστε. Κοπιάζομε. Τους καρπούς
θα τους αποκτήσουμε εις «τας αιωνίους μονάς», στον Παράδεισο. Φαίνεται, πως η
ζωή στην γη περνάει τόσο γοργά, σαν χείμαρρος. Σβήνει πριν προφθάσεις να την
καταλάβεις. Πριν την γευθείς. Και όμως. Για όσους πιστεύουν στην ανάσταση του
Κυρίου, η γαλήνη και η παρηγοριά της γλυκιάς χαραυγής της κοινής αναστάσεως της
αιωνίου ζωής φωτίζει και τις καρδιές και τις διάνοιες και τα ζοφερά σκοτάδια,
που απλώνει γύρω τους η παγωνιά της αποστασίας από τον Χριστό. Όποιος πιστεύει
στον Χριστό και στην Ανάστασή Του, ξέρει, ότι οι δίκαιοι την ημέρα της κοινής
αναστάσεως θα λάμψουν σαν τον ήλιο και θα είναι ένδοξοι σαν θεοί.
Γι’ αυτό στον ωραίο του λόγο για
την ανάσταση , ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερωτά: «Πού σου θάνατε, το
κέντρον», δηλ. το δηλητήριο, το φαρμάκι σου; Έσβησε. Εχάθη. Ως την ανάσταση του
Χριστού η πίκρα ήταν δική μας. Τώρα η πίκρα είναι του άδη, δηλ. του διαβόλου.
Με την ανάσταση του Χριστού ο άδης πικράθηκε. Πικράθηκε, γιατί καταργήθηκε.
Πικράθηκε, γιατί ενεπαίχθη! Πικράθηκε! «ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ
τῷ κόσμῳ». Φωτίζου, Φωτίζου λοιπόν, η νέα Ιερουσαλήμ.
Πώς μετά από αυτά να μην γεμίζει
χαρά το στόμα μας και ευφροσύνη η καρδιά μας, όταν έστω και αμαρτωλοί, ψάλλουμε
το : Χριστὸς ανέστη;… Πρέπει να χαίρουμε. Να χαιρόμαστε όλοι. Να σκιρτάμε από
χαρά ολόκληροι. Και χαίροντες, πρέπει να ευχαριστούμε τον Κύριο. Να υμνολογούμε
τον Αίτιον της Αναστάσεως, τον μόνον ευλογητόν των Πατέρων Θεόν, τον
υπερένδοξον και να υμνούμε την Ανάστασή Του.
Και με πίστη ορθή, με αγάπη
θερμή, με ελπίδα ακλινή, με το βλέμμα στραμμένο στου Χριστού την μορφή, εξ όλης
ψυχής και εξ όλης καρδίας, με καρδιά που πιστεύει ακράδαντα και χείλη που
ομολογούν χωρίς δισταγμούς, να ψάλλωμε το «Χριστὸς ἀνέστη».