Του Πρεσβυτέρου
Μιχαήλ Παπαθεοχάρη
Μια από τις ωραιότερες ευχές που
υπάρχουν στην εκκλησιαστική υμνολογία μας, μια ευχή εκφράζουσα την εν Χριστώ
άσκηση και εσωτέρα κάθαρση, είναι αυτή, η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, την
οποία χρησιμοποιούμε νυχθημερόν κατά την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης
Τεσσαρακοστής. Μια σύντομη ευχή η οποία
αναφέρεται στον ατέρμονα αγώνα του Χριστιανού να αποβάλλει τα πάθη του και να
ενδυθεί τις αρετές του Κυρίου. Κατέχει
δε σημαντικότατη θέση στην καθόλου
λατρεία της νηστησίμου περιόδου, διότι απαριθμεί με ένα μοναδικό τρόπο όλα τα
αρνητικά και θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί ένα κανόνα ελέγχου, ένα
προσωπικό έλεγχο των θετικών και αρνητικών στοιχείων, ώστε αυτός να μας
οδηγήσει στην απελευθέρωση από τα πάθη μας, και στην ενσωμάτωσή μας με τον
Χριστό, διότι εκεί και μόνο υπάρχει η ουσιαστική ελευθερία.
Εκφωνούντες στο προοίμιο της ευχής το «
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου», αυθωρεί αναγνωρίζουμε ότι Αυτός είναι ο
Κύριος και Θεός μας, ο στοργικός και εύσπλαχνος Πατέρας μας, που εάν θέλουμε να
αποκαλούμαστε γνήσιοι και αυθεντικοί υιοί του, πρέπει να απελευθερωθούμε από τα
πάθη, να Τον ενδυθούμε, ζώντες σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του.
Το αρχικό πάθος που αναφέρει εδώ ο Όσιος Εφραίμ, είναι το πάθος της
αργίας, δηλαδή η ψυχόλεθρη οκνηρία και παθητικότητα ολόκληρης της υπάρξεώς
μας. Αργία είναι, με άλλες λέξεις, η απραξία, η έλλειψη διαθέσεως για εργασία,
μια κατάσταση ράθυμη. Ο Κύριος εργάζεται αδιαλείπτως, μας αναφέρει Ιωάννης ο
Ευαγγελιστής : « Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται καγώ εργάζομαι». Και
τούτο γιατί ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και εξακολουθεί να συνεχίζει το
δημιουργικό του έργο, αφού μετά την δημιουργία δεν εγκατέλειψε τον κόσμο, αλλά
εξακολουθεί να τον φροντίζει, να τον συντηρεί και μάλιστα να τον διακυβερνά στο
τελικό του προορισμό. Έτσι η εργασία κατανοείται ως συμμετοχή του ανθρώπου στο
δημιουργικό έργο του Θεού, και γίνεται, τρόπον τινά, ο άνθρωπος συν-δημιουργός
του Θεού και συνδοξάζεται.
Στενά συνδεδεμένο με το πάθος της αργίας
είναι και το πάθος της περιεργείας. Η περιέργεια φανερώνει την έλλειψη
επίγνωσης και μετάνοιας καθώς και νοσηρή πνευματική κατάσταση. Απομονώνει τον
άνθρωπο, τον καθιστά αντιπαθή μεταξύ των συνανθρώπων του και κολάζει επί πλέον
την ψυχή του. Με άλλα λόγια η περιέργεια ως πάθος υπερβαίνεται μόνο στον βαθμό
που ο άνθρωπος βρίσκει το κρυμμένο κέντρο της υπάρξεώς του, αυτό που ο
Απόστολος ονομάζει «καρδίαν», η οποία όμως σύμφωνα με τον ψαλμωδόν πρέπει να
είναι «συντετριμμένη και τεταπεινωμένη».
Φιλαρχία, είναι η αγάπη για την
εξουσία, την πρωτοκαθεδρία, την αρχηγία. Εκφράζεται ως τάση επιβολής επί των
άλλων και είναι αποτέλεσμα εγωισμού και ελλείψεως αυτογνωσίας. Η φιλαρχία
αποκαλύπτει την κενότητα στην ψυχή μας, τον πνευματικό μαρασμό του ανθρώπου,
την κατάσταση του σκοτασμού της ψυχής του, άρα και την τραγικότητα της υπάρξεώς
του. Ο φίλαρχος, μη έχοντας εσωτερική πληρότητα αναζητεί να γεμίσει το κενό της ψυχής του δια της επιβολής του
επί των άλλων, δια της ικανοποιήσεως των φιλοδοξιών του. Αγνοεί την Ευαγγελική
ρήση «οι πρώτοι έσονται έσχατοι και
οι έσχατοι πρώτοι». Φιλαρχία όμως, και πρωτιά, μπορούν να συνυπάρξουν μέσα
στον Χριστιανισμό. Πώς ; όταν αυτή η πρωτιά είναι διακονία αγάπης και θυσίας
χάρη του συνανθρώπου. « Εί τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και
πάντων διάκονος».
Τελευταίος κρίκος του πλέγματος των
παθών που αναφέρει ο Όσιος Εφραίμ, είναι η αργολογία. Η αργολογία είναι
καθέδρα της κενοδοξίας λέγει ο Άγιος Ιωάννης της κλίμακος. Καθισμένη επάνω της
η κενοδοξία προβάλλει και διαφημίζει τον εαυτό της. Η πολυλογία είναι σημάδι
αγνωσίας, θύρα της καταλαλιάς, οδηγός στα ευτράπελα, πρόξενος της ψευδολογίας,
σκορπισμός της κατανύξεως, είναι αυτή που προσκαλεί και δημιουργεί την ακηδία.
Ο Πέτρος επειδή μίλησε « έκλαυσε πικρώς», ελησμόνησε το στόμα του
ψαλμωδού, που είπε : « Είπα, φυλάξω τας οδούς μου, του μη αμαρτάνειν με εν
γλώσση μου» (ψαλμ. Λη΄,2). Η σιωπή ακόμη του Ιησού, δημιούργησε στον Πιλάτο
σεβασμό. Η σιωπή είναι «μήτηρ της προσευχής, κλεις του παραδείσου χρύσειος». Ο
άνθρωπος δια της σιωπής καλλιεργεί την ψυχή του, αυξάνει τις αρετές, οδηγείται
στην επίγνωση και στην μετάνοια. Κατά τους νηπτικούς πατέρες τούτο είναι
αποτέλεσμα συνεργασίας της χάριτος του Θεού και της επιπόνου εργασίας του νου
του ανθρώπου δια της επικλήσεως του ονόματος του Ιησού, «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ
του Θεού, ελέησόν με», της μικρής αυτής και σύντομης ευχής, αλλά μεγάλης σε
νόημα, δια της οποίας νικούμε τα πάθη και αποσοβούμε τα πυρφόρα βέλη του
παγκακίστου διαβόλου, καλλιεργούμε δε και αυξάνουμε τις αρετές. Με βάση τα
παραπάνω κατανοούμε ότι υπερβαίνεται εύκολα το δίλημμα που θέτουν αρκετοί
Χριστιανοί, να μιλάει κανείς ή να σιωπά ; Εφόσον όμως, η σιωπή είναι χρυσός,
καλύτερα κανείς με την σιωπή του να μιλά, και η ομιλία του να είναι καρπός
σιωπής.
Ο Όσιος Πατήρ, αναφέρεται στην συνέχεια
στις αρετές της σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης.
« Πνεύμα δε σωφροσύνης,
ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω».
Ο αγώνας του πιστού έγκειται στην εκδίωξη των παθών
και την απόκτηση αρετών. Η σωφροσύνη
αποτελεί έκφραση θεοσεβείας. Έτσι η σωφροσύνη προϋποθέτει κατά κύριο λόγο την
πίστη στον Θεό. Άλλωστε η απιστία και η αθεΐα, κατά την Γραφή, θεωρούνται ως
καρπός αφροσύνης, «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός». Το δεύτερο
χάρισμα που αιτεί εδώ ο πιστός είναι η αρετή της ταπεινοφροσύνης. Ο
Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει : ό,τι δεν γίνεται με ταπεινοφροσύνη και
πνευματική γνώση, ό,τι και αν είναι αυτό, σε τίποτα δεν ωφελεί εκείνον που το
πράττει. Η γνήσια ταπεινοφροσύνη, παράλληλα με τη σωματική άσκηση βεβαίως,
κυρίως αποκτάται μέσω της ορθής συμπεριφοράς έναντι του πλησίον, δηλ. μέσω της
αγάπης. Η ταπεινοφροσύνη κατά τους πατέρες δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από
την υπομονή, το τρίτο χάρισμα το οποίο αιτεί ο πιστός μέσα από την
παρούσα ευχή. « Ο υπομείνας εις τέλος, είπε, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. 10,22).
Αυτή δίνει τη δύναμη της αντοχής ιδιαιτέρως στις θλίψεις και στους πειρασμούς.
Τελευταίο χάρισμα που ζητά να αποκτήσει ο πιστός είναι η αγάπη. Και οι τέσσερις
αυτές αρετές σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους, διότι από την σωφροσύνη έρχεται η
ταπεινοφροσύνη, από αυτήν η υπομονή και αποτέλεσμα όλων είναι η αγάπη. Και εάν έχω όλα τα
χαρίσματα αυτά και δεν έχω αγάπη «γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον»
λέγει ο Παύλος. Η αγάπη θεωρείται ως επιστέγασμα όλων των αρετών, καθώς για την
χριστιανική πίστη τίποτα δεν έχει νόημα αν δεν καταλήγει στην αγάπη. Και τούτο
διότι, όπως αναφέρει ο Ιωάννης ο Θεός «αγάπη εστίν. Και ο μένων εν τη αγάπη
εν τω Θεώ μένει, και ο Θεός εν αυτω». Με άλλα λόγια η κάθε αρετή είναι
χριστιανική στον βαθμό που μετέχει και εκφράζει την αγάπη. Μιλώντας όμως για
την αγάπη εννοούμε όχι αυτή που ο πολύς κόσμος ίσως εννοεί, αλλά αυτή που ο
ίδιος ο Κύριος εφανέρωσε. Μια αγάπη έτσι ξέχωρη από την πίστη του χριστιανισμού
παύει να είναι αγάπη, έστω και αν χρησιμοποιεί το όνομά της. Αυτό σημαίνει ότι
πίστις και αγάπη συμπορεύονται. Ισχύει δηλαδή το του Αποστόλου «Πίστις δια
αγάπης ενεργουμένη». Κύριο γνώρισμα αυτής της εν Χριστώ αγάπης είναι η
θυσία του ενός προς χάρη του άλλου, έστω και του θεωρούμενου εχθρού, «αγαπάτε
τους εχθρούς ημών», αναφέρεται στο κατά Ματθαίου (5,44). Στην εν Χριστώ
αγάπη δηλαδή, δεν υπάρχουν όρια. Όριο είναι μόνο ο ίδιος ο θάνατος. Η αγάπη ως
προς την ποιότητά της είναι ομοίωση με τον Θεό, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους
ανθρώπους. Η αγάπη κυρίως, λέγει ο Α. Ιωάννης της κλίμακος, είναι απόρριψις
κάθε εχθρικής και αντιθέτου σκέψεως, εφόσον, η αγάπη «ου λογίζεται το κακόν»
(Α΄Κορινθ.Ιγ,5). Εκείνος, αγαπητοί μου, ο οποίος αγαπά, θέλει περισσότερο να
ευεργετεί παρά να ευεργετείται. Και θέλει αυτός μεν να αρχίζει τις ευεργεσίες,
αλλά να μην γίνεται αντιληπτό ότι αρχίζει να ευεργετεί. Επίσης, ο Άγιος
Νικόδημος ο Αγιορείτης, αναφέρει ότι, για να αποκτήσεις υπομονή όχι μόνο πρέπει
να αγαπάς με την καρδιά σου αυτούς που σε ενόχλησαν, αλλά και να λες σε αυτούς
λόγια πραότητος και αγάπης, αλλά και αν μπορείς και να τους υπηρετείς ακόμη !
Αγάπα σαν να πρόκειται να μισήσεις και έτσι να μισείς σαν να πρόκειται να
αγαπήσεις.
Είναι αυτονόητο λοιπόν, ότι η αγάπη αυτή ανήκει στα καθ΄ υπερβολήν
χαρίσματα του Θεού, εκφράζει δηλαδή την υπερ φύσιν ζωή που δίδαξε ο Χριστός.
Αυτό σημαίνει ότι χωρίς τη βοήθεια του Θεού η αγάπη παραμένει ανενέργητη και
κενή γνώση. Επίσης η αγάπη « ου ζητεί τα εαυτής», δηλαδή πρέπει να είναι
ανιδιοτελής η αγάπη μας, δεν αγαπάμε για να μας αγαπούν, ούτε αγαπάμε
περιμένοντας ανταπόδοση, αν περιμένουμε τότε
δυστυχώς η αγάπη μας είναι ουτοπία και ψευδής !
Καμία
άλλη αρετή δεν μπορεί να προξενήσει απάθεια στην ψυχή, παρά μόνο η αγάπη. Γιατί
αγάπη είναι η εκπλήρωση όλου του νόμου, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό για
κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.
Και όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην
τελική αίτηση της ευχής : «ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά
πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου». Βοήθησέ με Κύριε να δω τα
δικά μου σφάλματα και να μην κατακρίνω τον συνάνθρωπό μου. Η ερμηνεία της
πραγματικότητας αυτής ανήκει πρωτίστως στην επιστήμη της ψυχολογίας, αλλά και
εμείς μπορούμε να υποψιαστούμε το τι γίνεται, παρατηρώντας πολλές φορές τον
ίδιο τον εαυτό μας. Εκείνος λοιπόν που αγνοεί τα δικά του σφάλματα και
«χαϊδεύει» γενικώς τον εαυτό του, δεν σημαίνει ότι εξαλείφει και τα σφάλματά
του. Απλώς τα καταχωρεί στο υποσυνείδητό του και το μόνο που καταφέρνει είναι
να έχει ενοχές, να βλέπει τα σφάλματα του άλλου και να παραμερίζει τα δικά του.
Αγαπητοί μου, τι πιο ωραίο μπορούσαμε να
ζητήσουμε από τον Θεό, να μην κατακρίνουμε τον συνάνθρωπό μας και να
ασχοληθούμε περισσότερο με την ψυχή μας, με τον εαυτό μας, έτσι ώστε με καθαρή
καρδιά και αγνό λογισμό, να εκφωνήσουμε στον Κύριό μας : «Ότι ευλογητός ει
εις τους αιώνας των αιώνων!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου